- πολυόστεον
- πολυόστεοςwith many bonesmasc/fem acc sgπολυόστεοςwith many bonesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυόστεος — ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά 2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον η επάνω επιφάνεια τού ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όστεος (< ὀστοῦν / … Dictionary of Greek